παρασημειούμαι

παρασημειούμαι
-όομαι, ΜΑ
σημειώνω στο περιθώριο
αρχ.
1. προσυπογράφω
2. παρατηρώ στο περιθώριο
3. υποδεικνύω, ορίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σημειοῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρασημείωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [παρασημειούμαι] σημείωση στο περιθώριο μσν. 1. σύντομη αναφορά, σημείωση 2. ημερομηνία, χρονολογία αρχ. 1. περίληψη στο περιθώριο και γενικά περίληψη λογαριασμών 2. περιληπτική έκθεση δικηγόρου, δικογραφία, προδικαστική απόφαση 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”